-
1 νᾶσος
νᾱσος (-ος, -ῳ, -ον; -ους.)1 island Thera:ἱερὰν νᾶσον λιπών P. 4.7
“ ἐν τᾷδ' νάσῳ” P. 4.42 “ τάνδε — νᾶσον ἐλθόντες” P. 4.52τάν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον P. 4.259
Aigina:ἁ δικαιόπολις νᾶσος P. 8.24
τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3
ὃς τάνδε νᾶσον εὐκλέι προσέθηκε λόγῳ N. 3.68
πῶς δὴ λίπον εὐκλέα νᾶσον; N. 5.15νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν N. 6.46
τοῖσιν Αἴγιναν προφέρει στόμα πάτραν, διαπρεπέα νᾶσον I. 5.44
τάνδ' ἐπιστείχοντα νᾶσον ῥαινέμεν εὐλογίαις I. 6.21
σὲ δ' ἐς νᾶσον Οἰνοπίαν ἐνεγκὼν κοιμᾶτο I. 8.21
ὀνομακλύτα γ' ἔνεσσι Δωριεῖ μεδέοισα πόντῳ νᾶσος, ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον Pae. 6.125
Rhodes:τρίπολιν νᾶσον ναίοντας O. 7.18
ἁλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
βλάστε μὲν ἐξ ἁλὸς ὑγρᾶς νᾶσος O. 7.70
Sicily:νάσῳ, τὰν Ὀλύμπου δεσπότας Ζεὺς ἔδωκεν Φερσεφόνᾳ N. 1.13
Leuke: ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει: τὴν λεγομένην Λευκὴν ἀκτὴν ἐν Εὐξείνῳ πόντῳ Σ.) N. 4.50 Aegean islands: καὶ σποράδας φερεμήλους ἔκτισαν νάσους, ἐρικυδέα τ' ἔσχον Δᾶλον (sc. οἱ ἀπ' Ἀθηνῶν Ἴωνες) Pae. 5.39 isle of the blessed: μακάρων νᾶσον ὠκεανίδες αὖραι περιπνέοισιν (codd.: νᾶσος acc. Dorice byz.) O. 2.71 ]νασον[ Πα. 7. a. 7. -
2 ἁλμυρός
1 salty, of the salt seaἀλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
μή νυν νεκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ ]παῤ ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77. -
3 κρύπτω
κρύπτω (κρύπτε, -έτω; -ειν: aor. κρύψε(ν), (ἔ)κρυψαν; κρύψαι: med. pf. κε̆κρυπται: pass. κε̆κρύφθαι: plupf. κέκρυπτο.)a concealκρύψε δὲ παρθενίαν ὠδῖνα κόλποις O. 6.31
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος keep in obscurity O. 7.92ἄμαχον δὲ κρύψαι τὸ συγγενὲς ἦθος O. 13.13
τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω P. 9.94
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων lower my gaze N. 10.40 ταύταν (sc. κακότατα) σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 6. τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον concealed in shadow of Aigina, the nymph and island Pae. 6.138 med., ὁ δὲ μηδὲν ἔχων ὑπὸ σιγᾷ μελαίνᾳ κάρα κέκρυπται Παρθ. 1. 10. pass., ἀλλ' ἔν/ κέκρυπτο γὰρ σχοίνῳ βατιᾷ τ' ἐν ἀπειρίτῳ (sc. Ἴαμος: ἐγκέ- κρυπτο, -ετο codd., corr. Boeckh. Snell) O. 6.54φαντὶ δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι O. 7.57
b buryτὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι P. 9.81
ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις N. 9.25
ἀλλά μιν Κρόνου παῖ[δες] κεραυνῷ χθόν' ἀνοιξάμενοι ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον] Pae. 8.74
-
4 κρύπτω
Aκρύπτασκε Il.8.272
, - εσκε h.Cer. 239: [tense] fut.κρύψω Od.4.350
, etc.: [tense] aor.1 ἔκρυψα, [dialect] Ep.κρύψα 11.244
: [tense] pf. κέκρῠφα ( συγ-) D.H.Comp. 18:—[voice] Med., [tense] fut. , E.Ba. 955: [tense] aor. (lyr.), etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.κρυφθήσομαι Dialex.2.4
,κρῠβήσομαι E.Supp. 543
, LXX Je.39(32).27,κεκρύψομαι Hp.Mul.1.36
: [tense] aor. ἐκρύφθην, [dialect] Ep. κρ-, Il.13.405, E.Ba. 955, ἐκρύβην [ῠ] Ev.Jo.8.59, Aesop. 127, Apollod.3.2.2, ( κατ-) Alciphr.3.47; part. : [tense] pf.κέκρυμμαι Od.11.443
, Pi.O.7.57, etc.; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.κεκρύφαται Hes. Th. 730
, Hp.Mul.2.163:—hide, cover, in Hom. with collat. notion of protection,κεφαλὰς.. κορύθεσσι κρύψαντες Il.14.373
; ὁ δέ μινσάκεϊ κρύπτασκε φαεινῷ 8.272
, cf. 13.405 ([voice] Pass.);κ. με.. πόδα S.OC 114
; later, simply, hide,κ. φάος ὀμμάτων Pi.N.10.40
; cover, , etc.;ὑφ' εἵματος κ. χεῖρα E.Hec. 343
:—[voice] Med., κάρα κρυψάμενος having cloaked his head, S.Aj. 246 (lyr.); φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται hides in its own bosom, ib. 647;παῖδά μ' ἐκρύψατο κρωσσός IG14.1909
:—[voice] Pass., hide oneself, lie hidden,οὐρανῷ κρύπτεται E.Hel. 606
;δαλὸς κρύπτεται ἐς σποδιάν Id.Cyc. 615
(lyr.);ὑφ' εἵματος κρυφείς S.Aj. 1145
: c. acc. cogn., l.c.2 cover in the earth, bury, Hes.Op. 138, S.OC 621 ([voice] Pass.); χθονί ib. 1546 ([voice] Pass.); ; ἐν κατ ώρυχι ib. 774; κατὰ χθονός ib.25;ὑπὸ γᾶν Pi.P.9.81
;γῇ κ. Hdt.2.130
([voice] Pass.), cf. S.Ant. 946 (lyr., [voice] Pass.):—[voice] Pass.,Τιτῆνες ὑπὸ ζόφῳ.. κεκρύφαται Hes.Th.
l.c.; l.c.3 Astron., occult, Theo Sm.p.193 H., al.:—[voice] Pass., of stars not seen in any part of the night,κεκρύφαται Hes.Op. 386
; of the heliacal setting of stars, Ptol.Phas.p.8 H.4 conceal, keep secret,οὐδέν τοι ἐγὼ κρύψω ἔπος Od.4.350
, cf. Ar.Th.74, etc.;κ. τι ἔνθα μή τις ὄψεται S. Aj. 658
, cf. Tr. 903, El. 436:—[voice] Med.,πᾶν σοι φράσω τἀληθές, οὐδὲ κρύψομαι Id.Tr. 474
:—[voice] Pass.,τὸ μὲν φάσθαι, τὸ δὲ καὶ κεκρυμμένον εἶναι Od. 11.443
; φάρμακα κεκρ. secret, E.Andr.32; κεκρ. νάπη secret, S.OT 1398;κεκρ. παγίς Men.689
; κεκρ. σκευωρία secret intrigue, Mitteis Chr. 31 vi 14 (ii B.C.); κρυπτόμενα πράσσεται in secret, opp. ἐπὶ μαρτύρων, Antipho 2.3.8, cf. Th.6.72.5 c. dupl. acc., conceal something from one,μή με κρύψῃ τοῦτο A.Pr. 625
, cf. S.El. 957, E.Hec. 570, Ar.Pl.26, Lys.32.7, etc.; soκ. τι πρός τινα S.Ph. 588
.6 in Rhet., argue so that the opponent is unwarily led to an adverse conclusion, Arist.Top. 156a7.7 Medic., in [voice] Pass., to be suppressed, of the menses or lochia, Hp.Mul.1.36, 154, 2.163.II intr., lie hidden,τὰ μὲν.. ὄμματα βλέποντα, τὰ δὲ κρύπτοντα E.Ph. 1117
(s.v.l.); alsoκ. τινά
conceal oneself from..,h.Hom.
1.7.— ( καλύπτω is simply cover; κεύθω cover so that no trace of it can be seen; κρύπτω keep covered, esp. for purposes of concealment.)
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий